συνωμοτικός

συνωμοτικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αναφέρεται στο συνωμότη ή στη συνωμοσία: Καταγγέλθηκαν οι συνωμοτικές τους ενέργειες. – Κινούνται συνωμοτικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνωμοτικός — ή, ό / συνωμοτικός, ή, όν, ΝΑ [συνωμότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνωμοσία ή στον συνωμότη 2. μτφ. μυστικός, κρυφός 3. φρ. «συνωμοτικά μέτρα» μέτρα που αποσκοπούν στην τήρηση τής μυστικότητας ενός χώρου ή μιας δραστηριότητας. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • συνωμοτικῶς — συνωμοτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοτικότητα — η, Ν [συνωμοτικός] 1. η ιδιότητα τού συνωμοτικού 2. στάση και συμπεριφορά που αποβλέπει στην τήρηση τής μυστικότητας μιας δραστηριότητας ή ενός χώρου …   Dictionary of Greek

  • συνωμοτικώς — συνωμοτικῶς ΝΑ, και συνωμοτικά Ν επίρρ. βλ. συνωμοτικός …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”